θυννοσκόπος

θυννοσκόπος
θυννοσκόπος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θυννοσκόπος — θυννοσκόπος, ὁ (Α) αυτός που παρακολουθούσε από κάποιο ψηλό μέρος τη διέλευση τών κοπαδιών τών τόν(ν)ων για να ειδοποιήσει τους ψαράδες να ρίξουν τα δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος, ορνιθο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • θυννοσκόπους — θυννόσκοπος watcher for tunnies masc/fem acc pl θυννοσκόπος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυννοσκόποι — θυννοσκόπος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυννοσκόπον — θυννοσκόπος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • θυννοσκοπία — θυννοσκοπία, ἡ (Α) [θυννοσκόπος] 1. παρακολούθηση τών κινήσεων τών τόν(ν)ων 2. μτφ. άγρυπνη προσοχή …   Dictionary of Greek

  • θυννοσκοπείον — θυννοσκοπεῑον, τὸ (Α) [θυννοσκόπος] ψηλός τόπος απ όπου παραμόνευαν τους τόν(ν)ους …   Dictionary of Greek

  • θυννοσκοπώ — θυννοσκοπῶ, έω (Α) [θυννοσκόπος] 1. παρατηρώ τους τόν(ν)ους, παραμονεύω τους τόν(ν)ους 2. μτφ. παρακολουθώ προσεκτικά κάποιον ή κάτι («τοὺς φόρους θυννοσκοπῶν», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”